- εἴσδυσις
- εἴσδυσιςentrancefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰσδύσει — εἴσδυσις entrance fem nom/voc/acc dual (attic epic) εἰσδύσεϊ , εἴσδυσις entrance fem dat sg (epic) εἴσδυσις entrance fem dat sg (attic ionic) εἰσδύ̱σει , εἰσδύνω get fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσδύσεις — εἴσδυσις entrance fem nom/voc pl (attic epic) εἴσδυσις entrance fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσδύσης — εἴσδυσις entrance fem nom/voc pl (doric aeolic) εἰσδύ̱σης , εἰσδύνω get aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴσδυσιν — εἴσδυσις entrance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είσδυση — η (Α εἴσδυσις) το να εισδύσει, να μπει κάποιος ή κάτι κάπου νεοελλ. φρ. «δοκιμές εισδύσεως» προσδιορισμός τής σκληρότητας ασφάλτου ή άλλου ανθεκτικού υλικού με μέτρηση σε δέκατα χιλιοστομέτρου τού βάθους στο οποίο έφθασε βελόνα διαμέτρου ενός… … Dictionary of Greek
εἰσδύσεως — εἰσδύσεω̆ς , εἴσδυσις entrance fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσδύσῃ — εἰσδύσηι , εἴσδυσις entrance fem dat sg (epic) εἰσδύ̱σῃ , εἰσδύνω get aor part act fem dat sg (attic epic ionic) εἰσδύ̱σῃ , εἰσδύνω get aor subj mid 2nd sg εἰσδύ̱σῃ , εἰσδύνω get fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)